- οπ(π)ορτουνισμός
- ο1. (κοινων.) στάση ενός ατόμου ή οργανωμένου συνόλου τού οποίου η συμπεριφορά δεν καθορίζεται από θεμελιώδεις αρχές και αξίες αλλά προσαρμόζεται στις περιστάσεις τής στιγμής και ρυθμίζεται από αυτές, με στόχο την ικανοποίηση ιδιοτελών συμφερόντων, αλλ. καιροσκοπισμός2. (για πολιτικό) στάση και συμπεριφορά που κατατείνει στη χρησιμοποίηση κάθε ευνοϊκής ευκαιρίας, χωρίς να λαμβάνονται υπ' όψιν οι παραδεδεγμένες ηθικές αρχές ούτε οι απώτερες συνέπειες τών σχετικών ενεργειών3. (στη μαρξιστική ορολογία) στάση και πολιτική που χαρακτηρίζεται από την εγκατάλειψη τής ταξικής πάλης και τών επαναστατικών αρχών, την προσαρμογή και την υποταγή τών συμφερόντων τής εργατικής τάξης και τού επαναστατικού κινήματος στα συμφέροντα και στην πολιτική τής αστικής τάξης, καθώς και από την παραίτηση από τον τελικό σκοπό τού προλεταριάτου, που είναι η οικοδόμηση τής σοσιαλιστικής και κομμουνιστικής κοινωνίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. opportunism < ιταλ. οpportunismo < ιταλ. opportuno < λατ. οpportunus «πρόσφορος, επιτήδειος, αρμόδιος» + κατάλ. -ism (βλ. λ. -ισμός)].
Dictionary of Greek. 2013.